2 Σεπ 2009


Απολείπειν ο θεός Αντώνιον


Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές --
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυση τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1911)


Painting by Scott Kirby

31 Ιουλ 2009


T'S A LONG WAY



IT'S a long way the sea-winds blow
Over the sea-plains blue, --
But longer far has my heart to go
Before its dreams come true.

It's work we must, and love we must,
And do the best we may,
And take the hope of dreams in trust
To keep us day by day.

It's a long way the sea-winds blow --
But somewhere lies a shore --
Thus down the tide of Time shall flow
My dreams forevermore.


written by
William Stanley Braithwaite

12 Ιουν 2009

Γκαιτοστοχασμοί


Όποιος έχει επίγνωση της ατέλειας του είναι πολύ κοντά στην τελειότητα (Γκαίτε)

10 Μαρ 2009

ΕΡΩΤΙΚΟ


Κι άν γεννήθηκες κάποια στιγμή
Μιάν άλλη που δέν θα υπάρχω
Μή φοβηθείς
Και θα με βρείς είτε σαν άστρο
όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Είτε σαν φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος

Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ'άστρα
Μαζεύοντ΄όλοι οι ποιητές
Καί οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μές στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δείς απ το παράθυρό σου
Το πρόσωπο μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα



Μάνος Χατζηδάκις
Μυθολογία και Μυθολογία Δεύτερη

Painting Ralph Manning

5 Φεβ 2009

Πρίν




















Μιά φορά και έναν καιρό πρίν απο πάρα πολλά χρόνια υπήρχε μια πολύ όμορφη πόλη. Οι κάτοικοι λατρεύαν την ομορφιά της και είχαν φτιάξει πολύ όμορφα παραμύθια γι αυτήν και παράξενες ιστορίες με πριγκίπισσες και βασιλόπουλα, για ταξιδευτές και δυνατούς πολεμιστές , για κατακτητές και θεούς που ζούσαν στο πιό ψηλό βουνό του κόσμου. Ήταν τόση η αγάπη τους γι αυτήν που μάλιστα είχαν χτίσει και έναν ναό σε έναν ψηλό βράχο, καμωμένο απο τα καλύτερα μάρμαρα, διακοσμημένο απο τους πιό καλούς γλύπτες του κόσμου.
Η πόλη αυτή ήταν γεμάτη απο πανύψηλα δέντρα και δροσερά ποτάμια. Λευκές αυλές γεμάτες γεράνια και τριανταφυλλιές στόλιζαν τους μικρούς δρόμους.
Υπήρχε και ένα δέντρο στην μέση μιας μεγάλης πλατείας που οι κάτοικοι το λάτρευάν γιατί τους είχαν πεί ότι το δέντρο αυτό ζούσε πάρα πολλά χρόνια, πολύ πρίν αυτοί κατοικήσουν για τα καλά σε αυτήν την πόλη, και κάθε καλοκαίρι, στήναν τραγούδια και χορούς ολόγυρα του, καμώνωντας πως το χανε κοντά τους.

(painting by Tim Parish)

26 Ιαν 2009

Το απορριμματοφόρο






Ήταν ένα απόγευμα του Δεκέμβρη. Ο Μ προϊστάμενος του μικρού γραφείου παρέα με μια αχνιστή κούπα καφέ κάθισε στο ξύλινο γραφείο του και άναψε ένα τσιγάρο. Το ραδιόφωνο έπαιζε ένα παλιό γαλλικό τραγούδι. Την προσοχή του τράβηξε το κόκκινο κουτί που με τάξη είχε αφήσει στο πρώτο ράφι της βιβλιοθήκης του. Με μία απότομη κίνηση άνοίγει το φθαρμένο του καπάκι. Πολύχρωμοι φάκελοι δεμένοι με λεπτούς σπόγκους ήταν παραταγμένοι έως την μέση του κουτιού . Με βίαιες κινήσεις αρπάζει στα χέρια του όλες τις παλιές επιστολές που Εκείνη του είχε στείλει τότε...Μία μία προσεκτικά διαβάζει τις ημερομηνίες στις σφραγίδες του ταχυδρομίου. Διαλέγει και αφήνει στην άκρη την πιό πρόσφατη επιστολή με ημερομηνία μόλις δύο ημέρες πρίν.Βγάζει απο μέσα το γράμμα και σκίζει τον φάκελο. Κατόπιν την διπλώνει και την φυλάει στην δεξιά τσέπη της καπαρντίνας του. Με βίαιες κινήσεις σκίζει τις υπόλοιπες ώστε καμμία να μήν μείνει ακέραιη. Κατόπιν παίρνει ένα χάπι απο το κουτί που βρισκόταν στο πρώτο συρτάρι του γραφείου και το καταπίνει χωρίς υγρό.
Με βραχνή κουρασμένη φωνή είπε στον υπάλληλο του: «Μπορείς να ενδιαφερθείς για όλα τα σχισμένα χαρτιά και να κάνεις κάτι έτσι ώστε να τα ξεφορτωθώ το συντομότερο δυνατόν;»
Εκείνος με αργές κινήσεις άπλωσε και τα δυό του χέρια και στρίβωντας καταφατικά το κεφάλι του με μια δόση απορίας άρπαξε στις χούφτες του τον σωρό απο τα χαρτιά Ο κάδος των σκουπιδιών ήταν στην κουζίνα και γρήγορα όλα βρέθηκαν εκεί μπλεγμένα με τα κατακάθια του γαλλικού καφέ, τα αποτσίγαρα και τα άδεια μπουκάλια απο μπύρα.
Νωρίς το ίδιο βράδυ και ενώ το απορριμματοφόρο έκανε τον συνηθισμένο του ελιγμό για να στρίψει την οδό Στουρνάρη με κατεύθυνση την Αχαρνών και κατόπιν την οδό Ηπείρου ο οδηγός σταμάτησε απότομα το βαρύ αυτοκίνητο καθώς φωνές περαστικών και κορναρίσματα αυτοκινήτων έκραζαν ακατάπαυστα. Ένας άντρας μεσήλικας, με ασημί μαλλιά και μπλέ καπαρντίνα βρισκόταν κάτω απο την αριστερή ρόδα του βαρέος οχήματος.Στην αριστερή του χούφτα κρατούσε σφιχτά μια μισοσκισμένη σελίδα. Σωροί απο χαρτιά πετούσαν στον κρύο αγέρα.

Ανάσα